- προσχειμάζω
- προσχειμάζω,A winter, of an army,
ἐν . . Polyaen.4.6.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐν . . Polyaen.4.6.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσχειμάζω — Α (για στρατό) περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χειμάζω «περνώ τον χειμώνα»] … Dictionary of Greek